- μετασκευαστικος
- μετασκευαστικόςμετα-σκευαστικός3способный изменять, обрабатывающий
(τέχνη Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέχνη Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετασκευαστικός — ή, ό (Α μετασκευαστικός, ή, όν) [μετασκευαστής] αυτός που είναι αρμόδιος ή επιτήδειος στο να μετασκευάζει ή αυτός που επιφέρει μετασκευή … Dictionary of Greek